- ἐπαινεῖται
- ἐπαινέωapprovepres ind mp 3rd sg (attic epic)ἐπαινέωapprovepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
εύυμνος — εὔυμνος, ον (Α) 1. αυτός που υμνείται πολύ, που επαινείται με πολλούς ύμνους 2. επιγρ. αυτός που χρησιμοποιείται σε καλό, ωραίο ύμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ύμνος] … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
μεγαλεγκωμίαστος — μεγαλεγκωμίαστος, ον (Μ) αυτός που επαινείται πολύ από κάποιον … Dictionary of Greek
παναοίδιμος — παναοίδιμος, ον (ΑΜ) αυτός που άδεται, που επαινείται από όλους, περιφημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀοίδιμος] … Dictionary of Greek
πανεύφημος — ον, ΜΑ (ιδίως ως τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση) αυτός που επαινείται ή αξίζει να επαινεθεί σε μεγάλο βαθμό, ο άξιος κάθε ευφημίας («χαρμονικῶς ἡ μνήμη σου ἐκτελεῑται, πανεύφημε», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔφημος] … Dictionary of Greek
πολυεπαίνετος — ον, Α αυτός που επαινείται πολύ («πολυεπαινετώτατος ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * ἐπαίνετος (< ἐπαινῶ), πρβλ. αξι επαίνετος] … Dictionary of Greek
υμνητός — ή, όν, Α [ὑμνῶ] αυτός που εξυμνείται, που επαινείται … Dictionary of Greek
υπερεύφημος — ον, Μ αυτός που επαινείται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὔφημος «φημισμένος, διάσημος»] … Dictionary of Greek